- ἐπιμονῶν
- ἐπιμονήtarryingfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιμόνων — ἐπίμονος staying on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εσκί Σεχίρ — Πόλη (482.793 κάτ. το 2000) της Τουρκίας. Πρόκειται για μια μάλλον πρόσφατη πόλη, παρά την ονομασία της, που σημαίνει παλιά πόλη. Βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα ΒΔ από τα ερείπια του αρχαίου Δορυλαίου. Είναι χτισμένη σε ύψος 792 μ. στη δεξιά όχθη … Dictionary of Greek
Λέι, Μπέντζαμιν — (Benjamin Lay, Κόλτσεστερ, Αγγλία 1677 – Άμπινγκτον, Πενσιλβάνια 1759). Αμερικανός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής, αγγλικής καταγωγής. Ανήκε στην αίρεση των Κουακέρων και μετανάστευσε στα νησιά Μπαρμπάντος, όπου ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη ζωή των … Dictionary of Greek
Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek